- ἐννοουμένης
- ἐννοέωhave in one's thoughtspres part mp fem gen sg (attic epic)ἐννοέωhave in one's thoughtspres part mp fem gen sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαιτησία — (Νομ.). Ειδικός τρόπος επίλυσης των διαφορών, ύστερα από συμφωνία των ενδιαφερομένων, χωρίς τη μεσολάβηση των συνηθισμένων δικαιοδοτικών οργάνων (δικαστηρίων). Η δ. ως βοηθητικός θεσμός της στενά εννοούμενης δικαιοδοτικής λειτουργίας, υφίσταται,… … Dictionary of Greek
Μποπ, Φραντς — (Franz Bopp, Μάιντς 1791 – Βερολίνο 1867). Γερμανός γλωσσολόγος. Έθεσε τις βάσεις της συγκριτικής μεθόδου, η οποία συνίσταται στη συστηματική σύγκριση των φωνητικών, μορφολογικών, συντακτικών και λεξικολογικών χαρακτήρων μεταξύ των διάφορων… … Dictionary of Greek